Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
νέποδες
νέρθε
νεῦμαι
νευρή
νεῦρον
νευστάζω
νεύω
νεφέλη
View word page
νεοτευχής

[νέος + τεύχω.]

ShortDef

newly made

Debugging

Headword:
νεοτευχής
Headword (normalized):
νεοτευχής
Headword (normalized/stripped):
νεοτευχης
IDX:
6623
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6624
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + τεύχω.]</p>'}