Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
νέποδες
νέρθε
νεῦμαι
νευρή
νεῦρον
νευστάζω
νεύω
View word page
νεότευκτος

[νέος + τευκ-, τεύχω.]

ShortDef

newly wrought

Debugging

Headword:
νεότευκτος
Headword (normalized):
νεότευκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοτευκτος
IDX:
6622
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6623
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + τευκ-, τεύχω.]</p>'}