Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
νέποδες
νέρθε
νεῦμαι
νευρή
νεῦρον
νευστάζω
View word page
νεόστροφος

-ον

[νέος + στροφ-, στρέφω.]

ShortDef

newly twisted

Debugging

Headword:
νεόστροφος
Headword (normalized):
νεόστροφος
Headword (normalized/stripped):
νεοστροφος
IDX:
6621
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6622
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[νέος + στροφ-, στρέφω.]</p>'}