Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
νέποδες
νέρθε
νεῦμαι
νευρή
View word page
νεόσμηκτος

[νέος + σμήχω.]

ShortDef

newly cleaned

Debugging

Headword:
νεόσμηκτος
Headword (normalized):
νεόσμηκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοσμηκτος
IDX:
6619
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6620
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + σμήχω.]</p>'}