Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
νέποδες
νέρθε
View word page
νέος

-η, -ον (νέϝος).

ShortDef

young, youthful

Debugging

Headword:
νέος
Headword (normalized):
νέος
Headword (normalized/stripped):
νεος
IDX:
6617
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6618
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον (νέϝος).</p>'}