Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
View word page
νεόπλυτος
[νέος + πλύνω.]
ShortDef
newly washen
Debugging
Headword:
νεόπλυτος
Headword (normalized):
νεόπλυτος
Headword (normalized/stripped):
νεοπλυτος
IDX:
6615
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6616
Key:
Data
{'content': '<p>[νέος + πλύνω.]</p>'}