Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
View word page
νεοπενθής

[νέος + πένθος.]

ShortDef

fresh-mourning

Debugging

Headword:
νεοπενθής
Headword (normalized):
νεοπενθής
Headword (normalized/stripped):
νεοπενθης
IDX:
6614
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6615
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + πένθος.]</p>'}