Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νέμεσις
νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
View word page
νέομαι

[conn. with νόστος.]

Contr. νεῦμαι Il. 18.136.

2 sing. νεῖαι (νέεαἰ Od. 11.114, Od. 12.141. (ἀν-, ἀπο-)

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
νέομαι
Headword (normalized):
νέομαι
Headword (normalized/stripped):
νεομαι
IDX:
6613
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6614
Key:

Data

{'content': '<p>[conn. with νόστος.]</p> <p>Contr. νεῦμαι Il. 18.136.</p> <p>2 sing. νεῖαι (νέεαἰ Od. 11.114, Od. 12.141. (ἀν-, ἀπο-)</p>'}