Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
View word page
νεοίη

[obscurely formed fr. νέος.]

App., the fire or impulsiveness of youth Il. 23.604.

ShortDef

youthful passion

Debugging

Headword:
νεοίη
Headword (normalized):
νεοίη
Headword (normalized/stripped):
νεοιη
IDX:
6612
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6613
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[obscurely formed fr. νέος.]</p> <p>App., the fire or impulsiveness of youth Il. 23.604.</p>'}