Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
View word page
νεοθηλής

[νέος + θηλ-, θάλλω.]

ShortDef

fresh budding

Debugging

Headword:
νεοθηλής
Headword (normalized):
νεοθηλής
Headword (normalized/stripped):
νεοθηλης
IDX:
6611
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6612
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + θηλ-, θάλλω.]</p>'}