Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεμεσάω
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
View word page
νεόδαρτος

[νέος + δαρτός fr. δέρω.]

ShortDef

newly stripped off

Debugging

Headword:
νεόδαρτος
Headword (normalized):
νεόδαρτος
Headword (normalized/stripped):
νεοδαρτος
IDX:
6610
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6611
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + δαρτός fr. δέρω.]</p>'}