Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νέκυς
νεμέθω
νεμεσάω
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
View word page
νεοαρδής

[νέος + ἄρδω, to water. Cf. ἀρδμός.]

ShortDef

newly watered

Debugging

Headword:
νεοαρδής
Headword (normalized):
νεοαρδής
Headword (normalized/stripped):
νεοαρδης
IDX:
6608
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6609
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + ἄρδω, to water. Cf. ἀρδμός.]</p>'}