Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νεκτάρεος
νέκυς
νεμέθω
νεμεσάω
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
νέομαι
νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
View word page
νένιπται
3 sing. pf. pass. νίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νένιπται
Headword (normalized):
νένιπται
Headword (normalized/stripped):
νενιπται
IDX:
6607
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6608
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. pass. νίζω.</p>'}