Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νειόθι
νειός
νεκάς
νεκρός
νέκταρ
νεκτάρεος
νέκυς
νεμέθω
νεμεσάω
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
νεοαρδής
νεογιλός
νεόδαρτος
νεοθηλής
νεοίη
View word page
νεμεσίζομαι

[νέμεσις.]

ShortDef

to be wroth with

Debugging

Headword:
νεμεσίζομαι
Headword (normalized):
νεμεσίζομαι
Headword (normalized/stripped):
νεμεσιζομαι
IDX:
6602
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6603
Key:

Data

{'content': '<p>[νέμεσις.]</p>'}