Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
νειός
νεκάς
νεκρός
νέκταρ
νεκτάρεος
νέκυς
νεμέθω
νεμεσάω
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσητός
νέμος
νέμω
νένιπται
View word page
νεκτάρεος

[νέκταρ.]

App., fragrant.

Epithet of garments Il. 3.385, Il. 18.25.

ShortDef

nectarous

Debugging

Headword:
νεκτάρεος
Headword (normalized):
νεκτάρεος
Headword (normalized/stripped):
νεκταρεος
IDX:
6597
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6598
Key:

Data

{'content': '<p>[νέκταρ.]</p> <p>App., fragrant.</p> <p>Epithet of garments Il. 3.385, Il. 18.25.</p>'}