Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
νειός
νεκάς
νεκρός
νέκταρ
νεκτάρεος
νέκυς
νεμέθω
νεμεσάω
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
View word page
νειός

-οῦ, ἡ

[νέος.]

ShortDef

fallow land

Debugging

Headword:
νειός
Headword (normalized):
νειός
Headword (normalized/stripped):
νειος
IDX:
6593
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6594
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ἡ</p> <p>[νέος.]</p>'}