Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
νειός
νεκάς
νεκρός
νέκταρ
νεκτάρεος
νέκυς
νεμέθω
View word page
νεῖκος

τό.

ShortDef

a quarrel, wrangle, strife

Debugging

Headword:
νεῖκος
Headword (normalized):
νεῖκος
Headword (normalized/stripped):
νεικος
IDX:
6589
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6590
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}