Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
νειός
νεκάς
νεκρός
νέκταρ
νεκτάρεος
View word page
νείατος
See νέατος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νείατος
Headword (normalized):
νείατος
Headword (normalized/stripped):
νειατος
IDX:
6587
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6588
Key:
Data
{'content': '<p>See νέατος.</p>'}