Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
νειός
νεκάς
νεκρός
νέκταρ
View word page
νείαιρα

-ης

[comp. Cf. νέατος, νείατος.]

ShortDef

lower

Debugging

Headword:
νείαιρα
Headword (normalized):
νείαιρα
Headword (normalized/stripped):
νειαιρα
IDX:
6586
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6587
Key:

Data

{'content': '<p>-ης</p> <p>[comp. Cf. νέατος, νείατος.]</p>'}