Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
νειός
νεκάς
νεκρός
View word page
νεῖαι

contr. 2 sing. pres. νέομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεῖαι
Headword (normalized):
νεῖαι
Headword (normalized/stripped):
νειαι
IDX:
6585
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6586
Key:

Data

{'content': '<p>contr. 2 sing. pres. νέομαι.</p>'}