Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
νειός
νεκάς
View word page
νεῆνις
-ιδος, ἡ
[νέος.]
ShortDef
maiden
Debugging
Headword:
νεῆνις
Headword (normalized):
νεῆνις
Headword (normalized/stripped):
νεηνις
IDX:
6584
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6585
Key:
Data
{'content': '<p>-ιδος, ἡ</p> <p>[νέος.]</p>'}