Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
νειός
View word page
νεηνίης
ὁ
[νέος.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεηνίης
Headword (normalized):
νεηνίης
Headword (normalized/stripped):
νεηνιης
IDX:
6583
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6584
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[νέος.]</p>'}