Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
νειόθι
View word page
νέηλυς

-υσος

[νέος + ἐλὑθ'-, ἔρχομαι.]

ShortDef

newly come, a new-comer

Debugging

Headword:
νέηλυς
Headword (normalized):
νέηλυς
Headword (normalized/stripped):
νεηλυς
IDX:
6582
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6583
Key:

Data

{'content': "<p>-υσος</p> <p>[νέος + ἐλὑθ'-, ἔρχομαι.]</p>"}