Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
νειόθεν
View word page
νεήκης

[νέος + *ἀκή = ἀκωκή.]

ShortDef

newly whetted

Debugging

Headword:
νεήκης
Headword (normalized):
νεήκης
Headword (normalized/stripped):
νεηκης
IDX:
6581
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6582
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + *ἀκή = ἀκωκή.]</p>'}