Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
νεῖκος
νεῖμε
View word page
νεηγενής

[νέος + γεν-, γίγνομαι.]

New-born : νεβρούς Od. 4.336 = Od. 17.127.

ShortDef

new-born, just born

Debugging

Headword:
νεηγενής
Headword (normalized):
νεηγενής
Headword (normalized/stripped):
νεηγενης
IDX:
6580
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6581
Key:

Data

{'content': '<p>[νέος + γεν-, γίγνομαι.]</p> <p>New-born : νεβρούς Od. 4.336 = Od. 17.127.</p>'}