Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
νεικέω
View word page
νεβρός
ὁ, ἡ.
ShortDef
the young of the deer, a fawn
Debugging
Headword:
νεβρός
Headword (normalized):
νεβρός
Headword (normalized/stripped):
νεβρος
IDX:
6578
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6579
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ, ἡ.</p>'}