Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
νείατος
View word page
νέατος
νείατος
-η
[superl. Cf. νείαιρα, νειόθεν, νειόθι.
App. not conn. with νέ(ϝ)ος.]
ShortDef
the last, uttermost, lowest
(postHom.) latest, last
Debugging
Headword:
νέατος
Headword (normalized):
νέατος
Headword (normalized/stripped):
νεατος
IDX:
6577
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6578
Key:
Data
{'content': '<p>νείατος</p> <p>-η</p> <p>[superl. Cf. νείαιρα, νειόθεν, νειόθι.</p> <p>App. not conn. with νέ(ϝ)ος.]</p>'}