Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
νείαιρα
View word page
νεαρός
[νέος.]
Young : παῖδες Il. 2.289.
ShortDef
young, youthful
Debugging
Headword:
νεαρός
Headword (normalized):
νεαρός
Headword (normalized/stripped):
νεαρος
IDX:
6576
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6577
Key:
Data
{'content': '<p>[νέος.]</p> <p>Young : παῖδες Il. 2.289.</p>'}