Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
νεῖαι
View word page
νέα
acc. νηῦς.
ShortDef
fallow land (LSJ νειός)
Debugging
Headword:
νέα
Headword (normalized):
νέα
Headword (normalized/stripped):
νεα
IDX:
6575
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6576
Key:
Data
{'content': '<p>acc. νηῦς.</p>'}