Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νάσσα
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
νεηνίης
νεῆνις
View word page
νάω
(σνάϝω).
ShortDef
to flow
Debugging
Headword:
νάω
Headword (normalized):
νάω
Headword (normalized/stripped):
ναω
IDX:
6574
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6575
Key:
Data
{'content': '<p>(σνάϝω).</p>'}