Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ναρκάω
νάσθη
νάσσα
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
νέηλυς
View word page
ναυτίλλομαι

[ναύτης.]

3 sing. aor. subj. ναυτίλλεται (ναυτίλεταἰ Od. 4.672.

To sail, go a voyage : αἴγυπτόνδε ναυτίλλεσθαι Od. 14.246. Cf. Od. 4.672.

ShortDef

to sail, go by sea

Debugging

Headword:
ναυτίλλομαι
Headword (normalized):
ναυτίλλομαι
Headword (normalized/stripped):
ναυτιλλομαι
IDX:
6572
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6573
Key:

Data

{'content': '<p>[ναύτης.]</p> <p>3 sing. aor. subj. ναυτίλλεται (ναυτίλεταἰ Od. 4.672.</p> <p>To sail, go a voyage : αἴγυπτόνδε ναυτίλλεσθαι Od. 14.246. Cf. Od. 4.672.</p>'}