Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νάπη
ναρκάω
νάσθη
νάσσα
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
νεήκης
View word page
ναυτιλίη

-ης, ἡ

[ναύτης.]

Seamanship Od. 8.253.

ShortDef

seamanship

Debugging

Headword:
ναυτιλίη
Headword (normalized):
ναυτιλίη
Headword (normalized/stripped):
ναυτιλιη
IDX:
6571
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6572
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ναύτης.]</p> <p>Seamanship Od. 8.253.</p>'}