Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νάκη
νάπη
ναρκάω
νάσθη
νάσσα
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
νεηγενής
View word page
ναύτης

[ναυ-, νηῦς.]

ShortDef

a sailor, seaman; a fellow sailor

Debugging

Headword:
ναύτης
Headword (normalized):
ναύτης
Headword (normalized/stripped):
ναυτης
IDX:
6570
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6571
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ναυ-, νηῦς.]</p>'}