Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ναίω
νάκη
νάπη
ναρκάω
νάσθη
νάσσα
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
νέες
View word page
ναυσικλυτός

ναυσίκλυτος

[as νηῦς + κλυτός.]

ShortDef

famed for ships, famous by sea

Debugging

Headword:
ναυσικλυτός
Headword (normalized):
ναυσικλυτός
Headword (normalized/stripped):
ναυσικλυτος
IDX:
6569
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6570
Key:

Data

{'content': '<p>ναυσίκλυτος</p> <p>[as νηῦς + κλυτός.]</p>'}