Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ναίω
ναίω
νάκη
νάπη
ναρκάω
νάσθη
νάσσα
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναῦφι
νάω
νέα
νεαρός
νέατος
νεβρός
View word page
ναυσικλειτός

[ναυσί, as dat. of νηῦς + κλειτός.]

ShortDef

famed for ships

Debugging

Headword:
ναυσικλειτός
Headword (normalized):
ναυσικλειτός
Headword (normalized/stripped):
ναυσικλειτος
IDX:
6568
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6569
Key:

Data

{'content': '<p>[ναυσί, as dat. of νηῦς + κλειτός.]</p>'}