Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μωμάομαι
μωμεύω
μῶμος
μώνυχες
ναί
ναιετάω
ναίω
ναίω
νάκη
νάπη
ναρκάω
νάσθη
νάσσα
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναύτης
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
View word page
ναρκάω

To become numbed or deadened : νάρκησε χείρ Il. 8.328.

ShortDef

to grow stiff

Debugging

Headword:
ναρκάω
Headword (normalized):
ναρκάω
Headword (normalized/stripped):
ναρκαω
IDX:
6562
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6563
Key:

Data

{'content': '<p>To become numbed or deadened : νάρκησε χείρ Il. 8.328.</p>'}