Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μυών
μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μῶμος
μώνυχες
ναί
ναιετάω
ναίω
ναίω
νάκη
νάπη
ναρκάω
νάσθη
νάσσα
νάσσω
ναύλοχος
ναύμαχος
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
View word page
ναίω

[= νάω.]

ShortDef

to dwell, abide

Debugging

Headword:
ναίω
Headword (normalized):
ναίω
Headword (normalized/stripped):
ναιω
IDX:
6559
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6560
Key:

Data

{'content': '<p>[= νάω.]</p>'}