Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μύσαν
μυχμός
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μύω
μυών
μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μῶμος
μώνυχες
ναί
ναιετάω
ναίω
ναίω
νάκη
νάπη
ναρκάω
νάσθη
View word page
μωμεύω

[as μωμάομαι.]

=μωμάομαι. Od. 7.274.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μωμεύω
Headword (normalized):
μωμεύω
Headword (normalized/stripped):
μωμευω
IDX:
6553
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6554
Key:

Data

{'content': '<p>[as μωμάομαι.]</p> <p>=μωμάομαι. Od. 7.274.</p>'}