Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μυρίκη
μυρίκινος
μυρίος
μύρομαι
μύσαν
μυχμός
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μύω
μυών
μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μῶμος
μώνυχες
ναί
ναιετάω
ναίω
ναίω
View word page
μυών
-ῶνος, ὁ.
ShortDef
a cluster of muscles, a muscle
Debugging
Headword:
μυών
Headword (normalized):
μυών
Headword (normalized/stripped):
μυων
IDX:
6549
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6550
Key:
Data
{'content': '<p>-ῶνος, ὁ.</p>'}