Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μυλοειδής
μύνη
μυρίκη
μυρίκινος
μυρίος
μύρομαι
μύσαν
μυχμός
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μύω
μυών
μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μῶμος
μώνυχες
ναί
ναιετάω
View word page
μυχός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
the innermost place, inmost nook
Debugging
Headword:
μυχός
Headword (normalized):
μυχός
Headword (normalized/stripped):
μυχος
IDX:
6547
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6548
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}