Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκον
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλοειδής
μύνη
μυρίκη
μυρίκινος
μυρίος
μύρομαι
μύσαν
μυχμός
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μύω
μυών
μῶλος
μῶλυ
View word page
μυρίος
-η, -ον.
ShortDef
numberless, countless, infinite
Debugging
Headword:
μυρίος
Headword (normalized):
μυρίος
Headword (normalized/stripped):
μυριος
IDX:
6541
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6542
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον.</p>'}