Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μυθολογεύω
μῦθος
μυῖα
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκον
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλοειδής
μύνη
μυρίκη
μυρίκινος
μυρίος
μύρομαι
μύσαν
μυχμός
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μύω
View word page
μύνη

-ης, ἡ

[perh. conn. with ἀ-μύνω, a defence, a means of parrying or evading.]

Thus, an excuse or pretext : μἡ μύνῃσι παρέλκετε Od. 21.111.

ShortDef

an excuse, pretence

Debugging

Headword:
μύνη
Headword (normalized):
μύνη
Headword (normalized/stripped):
μυνη
IDX:
6538
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6539
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[perh. conn. with ἀ-μύνω, a defence, a means of parrying or evading.]</p> <p>Thus, an excuse or pretext : μἡ μύνῃσι παρέλκετε Od. 21.111.</p>'}