Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μυελός
μυθέομαι
μυθολογεύω
μῦθος
μυῖα
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκον
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλοειδής
μύνη
μυρίκη
μυρίκινος
μυρίος
μύρομαι
μύσαν
μυχμός
μυχοίτατος
μυχόνδε
View word page
μυλήφατος
[μύλη + φα-, φένω.]
Mill-crushed : ἀλφίτου Od. 2.355.
ShortDef
bruised in a mill
Debugging
Headword:
μυλήφατος
Headword (normalized):
μυλήφατος
Headword (normalized/stripped):
μυληφατος
IDX:
6536
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6537
Key:
Data
{'content': '<p>[μύλη + φα-, φένω.]</p> <p>Mill-crushed : ἀλφίτου Od. 2.355.</p>'}