Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μοχλός
μυδαλέος
μυελόεις
μυελός
μυθέομαι
μυθολογεύω
μῦθος
μυῖα
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκον
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλοειδής
μύνη
μυρίκη
μυρίκινος
μυρίος
μύρομαι
μύσαν
View word page
μύκον
3 pl. aor. μυκάομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μύκον
Headword (normalized):
μύκον
Headword (normalized/stripped):
μυκον
IDX:
6533
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6534
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. μυκάομαι.</p>'}