Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μοχλέω
μοχλός
μυδαλέος
μυελόεις
μυελός
μυθέομαι
μυθολογεύω
μῦθος
μυῖα
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκον
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλοειδής
μύνη
μυρίκη
μυρίκινος
μυρίος
μύρομαι
View word page
μυκηθμός
-οῦ, ὁ
[μυκάομαι.]
ShortDef
a lowing, bellowing
Debugging
Headword:
μυκηθμός
Headword (normalized):
μυκηθμός
Headword (normalized/stripped):
μυκηθμος
IDX:
6532
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6533
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[μυκάομαι.]</p>'}