Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
μοχθίζω
μοχλέω
μοχλός
μυδαλέος
μυελόεις
μυελός
μυθέομαι
μυθολογεύω
μῦθος
μυῖα
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκον
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλοειδής
μύνη
View word page
μυθολογεύω

[μῦθος + λέγω2.]

To speak of, tell of, describe : τάδε Od. 12.450. Cf. Od. 12.453.

ShortDef

to tell word for word

Debugging

Headword:
μυθολογεύω
Headword (normalized):
μυθολογεύω
Headword (normalized/stripped):
μυθολογευω
IDX:
6528
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6529
Key:

Data

{'content': '<p>[μῦθος + λέγω2.]</p> <p>To speak of, tell of, describe : τάδε Od. 12.450. Cf. Od. 12.453.</p>'}