μυθέομαι
[μῦθος.]
2 sing. μυθεῖαι (μυθέεαἰ Od. 8.180. μυθέαι Il. 2.202.
3 pl. pa. iterative μυθέσκοντο Il. 18.289.
(ἀπο-, παρα-, προτι-)
[μῦθος.]
2 sing. μυθεῖαι (μυθέεαἰ Od. 8.180. μυθέαι Il. 2.202.
3 pl. pa. iterative μυθέσκοντο Il. 18.289.
(ἀπο-, παρα-, προτι-)