Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μοῦνος
μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
μοχθίζω
μοχλέω
μοχλός
μυδαλέος
μυελόεις
μυελός
μυθέομαι
μυθολογεύω
μῦθος
μυῖα
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκον
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλοειδής
View word page
μυθέομαι

[μῦθος.]

2 sing. μυθεῖαι (μυθέεαἰ Od. 8.180. μυθέαι Il. 2.202.

3 pl. pa. iterative μυθέσκοντο Il. 18.289.

(ἀπο-, παρα-, προτι-)

ShortDef

to say, speak

Debugging

Headword:
μυθέομαι
Headword (normalized):
μυθέομαι
Headword (normalized/stripped):
μυθεομαι
IDX:
6527
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6528
Key:

Data

{'content': '<p>[μῦθος.]</p> <p>2 sing. μυθεῖαι (μυθέεαἰ Od. 8.180. μυθέαι Il. 2.202.</p> <p>3 pl. pa. iterative μυθέσκοντο Il. 18.289.</p> <p>(ἀπο-, παρα-, προτι-)</p>'}