Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
μουνάξ
μοῦνος
μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
μοχθίζω
μοχλέω
μοχλός
μυδαλέος
μυελόεις
μυελός
μυθέομαι
μυθολογεύω
μῦθος
μυῖα
μυκάομαι
μυκηθμός
View word page
μοχλέω
[μοχλός.]
ShortDef
they strove to heave
Debugging
Headword:
μοχλέω
Headword (normalized):
μοχλέω
Headword (normalized/stripped):
μοχλεω
IDX:
6522
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6523
Key:
Data
{'content': '<p>[μοχλός.]</p>'}