Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
μουνάξ
μοῦνος
μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
μοχθίζω
μοχλέω
μοχλός
μυδαλέος
μυελόεις
μυελός
μυθέομαι
μυθολογεύω
μῦθος
μυῖα
μυκάομαι
View word page
μοχθίζω

[as μοχθέω.]

=μοχθέω. Il. 2.723.

ShortDef

to suffer

Debugging

Headword:
μοχθίζω
Headword (normalized):
μοχθίζω
Headword (normalized/stripped):
μοχθιζω
IDX:
6521
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6522
Key:

Data

{'content': '<p>[as μοχθέω.]</p> <p>=μοχθέω. Il. 2.723.</p>'}