Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
μουνάξ
μοῦνος
μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
μοχθίζω
μοχλέω
μοχλός
μυδαλέος
μυελόεις
View word page
μόσχος
-ον.
App., young, slender, pliant : δίδη μόσχοισι λύγοισιν Il. 11.105.
ShortDef
a young shoot
a calf
musk
Debugging
Headword:
μόσχος
Headword (normalized):
μόσχος
Headword (normalized/stripped):
μοσχος
IDX:
6515
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6516
Key:
Data
{'content': '<p>-ον.</p> <p>App., young, slender, pliant : δίδη μόσχοισι λύγοισιν Il. 11.105.</p>'}